- εξαίρομαι
- εξαίρομαι, (εξάρθηκα) βλ. πίν. 81
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
κηρύσσω — και κηρύττω (ΑΜ κηρύσσω, Α αττ. τ. κηρύττω, δωρ. τ. καρύσσω) [κήρυξ] 1. γνωστοποιώ μεγαλοφώνως κάτι στο πλήθος ως κήρυκας, καλώ, συγκαλώ («κέλευσε κηρύσσειν ἀγορήνδε κάρη κομόωντας Αχαιούς», Ομ. Ιλ.) 2. κάνω κάτι επίσημα γνωστό, δηλώνω, διαλαλώ,… … Dictionary of Greek
ԱՄԲԱՌՆԱՄ — (բարձի, բա՛րձ.) NBH 1 0053 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 7c, 8c, 10c, 11c, 12c ն. կամ հ. Նոյն ընդ Համբառնալ. ʼի վեր բառնալ. բարձրացուցանել. ʼի վեր առնուլ կամ հանել. αἵρω, ἑπαίρω tollo, extollo, elevo վեր վերցնել. ...… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)